αντανακλασιμότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίααντανακλασιμότητα < αντανάκλαση + -ιμος + -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντανακλασιμότητα θηλυκό
- (σπάνιο) (οπτική) (φυσική) η ικανότητα αντανάκλασης (συνήθως για επιφάνειες, μα όχι μόνο) χωρίς απαραιτήτως αυτή να προκύπτει κατά την στιγμή της περιγραφής ως αντανάκλαση
Συνώνυμα
επεξεργασία- συνηθέστερο: αντανακλαστικότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντανακλασιμότητα