αντέτι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αντέτι | τα | αντέτια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | αντέτι | τα | αντέτια |
κλητική | αντέτι | αντέτια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντέτι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική عادت (âdet) (< αραβική عادة (ʕāda) ) + -ι [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντέτι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) η συνήθεια, το έθιμο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αντέτι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας