ανοσοπεπτιδίωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανοσοπεπτιδίωμα < άνοσος + -ο- + πεπτιδίωμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανοσοπεπτιδίωμα ουδέτερο
- (βιολογία) σύμπλεγμα αμινοξέων που συμμετέχει δομικά στο ανοσοποιητικό
Συγγενικά
επεξεργασία- ανοσοπεπτιδιωμική
- ανοσοπεπτίδιο
- → δείτε τις λέξεις άνοσος, νόσος και πεπτίδιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανοσοπεπτιδίωμα
|