ανθήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ανθήρας | οι | ανθήρες |
γενική | του | ανθήρα | των | ανθήρων |
αιτιατική | τον | ανθήρα | τους | ανθήρες |
κλητική | ανθήρα | ανθήρες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαανθήρας αρσενικό