ανημέτερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανημέτερος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαανημέτερος, -η, -ο
- ο μη ημέτερος, αυτός που δεν ανήκει σε μας, ο όχι δικός μας
- Η απεριόριστη, ενίοτε, κυριαρχία ή «τυραννία» της εκάστοτε κομματικής πλειοψηφίας στους δημόσιους θεσμούς κατέληγε σε αδικαιολόγητη εύνοια των ημέτερων και απηνείς διωγμούς των ανημέτερων, μια πρακτική που σε κάποιες ιστορικές περιόδους κορυφώθηκε επικίνδυνα (εθνικός διχασμός, εμφύλιος πόλεμος, δικτατορία), ενώ δεν... Μακρυδημήτρης Αντώνης & Πραβίτα Μαρία-Ηλιάνα (2012) Δημόσια Διοίκηση, Εκδόσεις Σάκκουλα, σ. 88
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανημέτερος
|