↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανημέτερος η ανημέτερη το ανημέτερο
      γενική του ανημέτερου της ανημέτερης του ανημέτερου
    αιτιατική τον ανημέτερο την ανημέτερη το ανημέτερο
     κλητική ανημέτερε ανημέτερη ανημέτερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανημέτεροι οι ανημέτερες τα ανημέτερα
      γενική των ανημέτερων των ανημέτερων των ανημέτερων
    αιτιατική τους ανημέτερους τις ανημέτερες τα ανημέτερα
     κλητική ανημέτεροι ανημέτερες ανημέτερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανημέτερος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ανημέτερος, -η, -ο

  • ο μη ημέτερος, αυτός που δεν ανήκει σε μας, ο όχι δικός μας
    Η απεριόριστη, ενίοτε, κυριαρχία ή «τυραννία» της εκάστοτε κομματικής πλειοψηφίας στους δημόσιους θεσμούς κατέληγε σε αδικαιολόγητη εύνοια των ημέτερων και απηνείς διωγμούς των ανημέτερων, μια πρακτική που σε κάποιες ιστορικές περιόδους κορυφώθηκε επικίνδυνα (εθνικός διχασμός, εμφύλιος πόλεμος, δικτατορία), ενώ δεν... Μακρυδημήτρης Αντώνης & Πραβίτα Μαρία-Ηλιάνα (2012) Δημόσια Διοίκηση, Εκδόσεις Σάκκουλα, σ. 88

  Μεταφράσεις

επεξεργασία