ανδροπαρέα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανδροπαρέα | οι | ανδροπαρέες |
γενική | της | ανδροπαρέας | — | |
αιτιατική | την | ανδροπαρέα | τις | ανδροπαρέες |
κλητική | ανδροπαρέα | ανδροπαρέες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ανδροπαρέα < αντροπαρέα, με λόγια προφορα: ανδρο- + παρέα
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /an.ðɾo.paˈɾe.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αν‐δρο‐πα‐ρέ‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ανδροπαρέα θηλυκό
- άλλη μορφή του αντροπαρέα
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανδροπαρέα
|