ανδρειότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανδρειότητα < (καθαρεύουσα) ἀνδρει(ότης) + -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανδρειότητα θηλυκό (και αντρειότητα)
- η ανδρειοσύνη, η αντροσύνη η ιδιότητα του ανδρείου, η γενναιότητα, το θάρρος