↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανασκευαστής οι ανασκευαστές
      γενική του ανασκευαστή των ανασκευαστών
    αιτιατική τον ανασκευαστή τους ανασκευαστές
     κλητική ανασκευαστή ανασκευαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανασκευαστής < (αναδρομικός σχηματισμός) ανασκευασ(τικός) + -τής[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.na.ske.vaˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐σκευ‐α‐στής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανασκευαστής αρσενικό

  • άτομο το οποίο ανασκευάζει
    ※  Από τη μία πλευρά η διαφορά βεληνεκούς είναι μεγάλη: ο δάσκαλος διέθετε τέτοιο εύρος κριτικού στοχασμού, ώστε να χρειάζεται ανασκευαστές, αναθεωρητές, κριτικούς και υπερασπιστές.
    Μάρκος Καρασαρίνης, Γιατί ο Μαρξ είχε άδικο, Το Βήμα, 19 Δεκεμβρίου 2012

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία