ανασκευαστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανασκευαστής < (αναδρομικός σχηματισμός) ανασκευασ(τικός) + -τής[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.na.ske.vaˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐σκευ‐α‐στής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανασκευαστής αρσενικό
- άτομο το οποίο ανασκευάζει
- ※ Από τη μία πλευρά η διαφορά βεληνεκούς είναι μεγάλη: ο δάσκαλος διέθετε τέτοιο εύρος κριτικού στοχασμού, ώστε να χρειάζεται ανασκευαστές, αναθεωρητές, κριτικούς και υπερασπιστές.
- Μάρκος Καρασαρίνης, Γιατί ο Μαρξ είχε άδικο, Το Βήμα, 19 Δεκεμβρίου 2012
- ※ Από τη μία πλευρά η διαφορά βεληνεκούς είναι μεγάλη: ο δάσκαλος διέθετε τέτοιο εύρος κριτικού στοχασμού, ώστε να χρειάζεται ανασκευαστές, αναθεωρητές, κριτικούς και υπερασπιστές.
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανασκευαστής
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ανασκευαστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας