αναρχοάπλυτος
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναρχοάπλυτος < αναρχ(ικός) + -ο- + άπλυτος
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναρχοάπλυτος αρσενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αναρχοάπλυτος
|