Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αναριθμητισμός οι αναριθμητισμοί
      γενική του αναριθμητισμού των αναριθμητισμών
    αιτιατική τον αναριθμητισμό τους αναριθμητισμούς
     κλητική αναριθμητισμέ αναριθμητισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναριθμητισμός < πρόθημα ανα- + ουσιαστικό αριθμός + κατάληξη -ισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναριθμητισμός αρσενικό

Το 467 είναι αναριθμητισμός του 764.

  Μεταφράσεις επεξεργασία