αναπλαστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναπλαστικός < ανάπλαση
Επίθετο επεξεργασία
αναπλαστικός
- ο σχετικός με την ανάπλαση, εκείνος που μορεί να αναπλάσει
- αναπλαστική χειρουργική
- δερματολογικά ηλεγμένη αναπλαστική κρέμα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναπλαστικός
|