αναπαραδιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναπαραδιά | οι | αναπαραδιές |
γενική | της | αναπαραδιάς | των | αναπαραδιών |
αιτιατική | την | αναπαραδιά | τις | αναπαραδιές |
κλητική | αναπαραδιά | αναπαραδιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααναπαραδιά θηλυκό
- η έλλειψη χρημάτων
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναπαραδιά
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αναπαραδιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας