αναθρεφτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναθρεφτός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναθρεφτός αρσενικό
- ο ψυχογιός
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναθρεφτός
→ δείτε τη λέξη ψυχογιός |
αναθρεφτός αρσενικό
→ δείτε τη λέξη ψυχογιός |