αναγνωρισιμότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναγνωρισιμότητα < αναγνωρίσιμος + -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αναγνωρισιμότητα θηλυκό
- (νεολογισμός) η ιδιότητα του αναγνωρίσιμου, το να είναι κάποιος αναγνωρίσιμος και διάσημος (συχνά εξαιτίας τηλεοπτικής (υπερ)προβολής)