↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανέντακτος η ανέντακτη το ανέντακτο
      γενική του ανέντακτου της ανέντακτης του ανέντακτου
    αιτιατική τον ανέντακτο την ανέντακτη το ανέντακτο
     κλητική ανέντακτε ανέντακτη ανέντακτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανέντακτοι οι ανέντακτες τα ανέντακτα
      γενική των ανέντακτων των ανέντακτων των ανέντακτων
    αιτιατική τους ανέντακτους τις ανέντακτες τα ανέντακτα
     κλητική ανέντακτοι ανέντακτες ανέντακτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανέντακτος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ανέντακτος, -η, -ο

  • ο μη ενταγμένος (αναφέρεται συνήθως στην ένταξη σε πολιτική οργάνωση ή κόμμα)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία