Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμάθητος η αμάθητη το αμάθητο
      γενική του αμάθητου της αμάθητης του αμάθητου
    αιτιατική τον αμάθητο την αμάθητη το αμάθητο
     κλητική αμάθητε αμάθητη αμάθητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμάθητοι οι αμάθητες τα αμάθητα
      γενική των αμάθητων των αμάθητων των αμάθητων
    αιτιατική τους αμάθητους τις αμάθητες τα αμάθητα
     κλητική αμάθητοι αμάθητες αμάθητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμάθητος < αρχαία ελληνική ἀμάθητος

  Επίθετο επεξεργασία

αμάθητος

  1. που δεν έχει μάθει
  2. που δεν έχει εξοικειωθεί με κάτι
  3. που δεν έχει μαθευτεί

  Μεταφράσεις επεξεργασία