αλληγόρημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλληγόρημα < αλληγορώ + -μα < αρχαία ελληνική ἀλληγορέω
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλληγόρημα ουδέτερο
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλληγόρημα
|