αλκαϊκός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αλκαϊκός | η | αλκαϊκή | το | αλκαϊκό |
γενική | του | αλκαϊκού | της | αλκαϊκής | του | αλκαϊκού |
αιτιατική | τον | αλκαϊκό | την | αλκαϊκή | το | αλκαϊκό |
κλητική | αλκαϊκέ | αλκαϊκή | αλκαϊκό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αλκαϊκοί | οι | αλκαϊκές | τα | αλκαϊκά |
γενική | των | αλκαϊκών | των | αλκαϊκών | των | αλκαϊκών |
αιτιατική | τους | αλκαϊκούς | τις | αλκαϊκές | τα | αλκαϊκά |
κλητική | αλκαϊκοί | αλκαϊκές | αλκαϊκά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααλκαϊκός
- σχετικός με το αλκαϊκό μέτρο, τον αλκαϊκό ενδεκασύλλαβο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλκαϊκός
|