αλησμονησιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλησμονησιά | οι | αλησμονησιές |
γενική | της | αλησμονησιάς | των | αλησμονησιών |
αιτιατική | την | αλησμονησιά | τις | αλησμονησιές |
κλητική | αλησμονησιά | αλησμονησιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλησμονησιά < α- λησμονησιά
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλησμονησιά θηλυκό
- άλλη μορφή του λησμονησιά
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλησμονησιά
→ δείτε τη λέξη λησμονιά |