λησμονησιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λησμονησιά | οι | λησμονησιές |
γενική | της | λησμονησιάς | των | λησμονησιών |
αιτιατική | τη | λησμονησιά | τις | λησμονησιές |
κλητική | λησμονησιά | λησμονησιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λησμονησιά θηλυκό
- (λογοτεχνικό) (λαϊκότροπο) λησμονιά
- Σὲ λησμονησιὰ κ' εἰς ὕπνο βυθισμένος, / δὲν ἐξύπνησε ὁ νιὸς ὁ πικραμένος. (Αχιλλέας Παράσχος, Η Μάγισσα)
- Οὔτε τραγοῦδι, οὔτε χαρτὶ τὸ ῥῆγα μελετάει· / λησμονησιὰ παντοῦ, παντοῦ καταστροφῆς τρομάρα· / αὐτά 'καμε τοῦ γέροντα τραγουδιστή ἡ κατάρα. (Λούντβιχ Ούλαντ, Η κατάρα του τραγουδιστή, μτφρ. Λορέντζος Μαβίλης)
Μεταφράσεις επεξεργασία
λησμονησιά
|