αλδιμίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααλδιμίνη θηλυκό
- (χημεία) οποιαδήποτε ιμίνη που προέρχεται από αλδεΰδη
- αζωτούχα οργανική ένωση που φέρει στο μόριό της μία τουλάχιστον αλδιμινομάδα, δηλαδή R–CH=N–R, ως κύρια χαρακτηριστική ομάδα