Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλδιμίνη οι αλδιμίνες
      γενική της αλδιμίνης των αλδιμινών
    αιτιατική την αλδιμίνη τις αλδιμίνες
     κλητική αλδιμίνη αλδιμίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλδιμίνη < αλδεΰδη + ιμίνη < αγγλική aldimine

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλδιμίνη θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία