αλέα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλέα | οι | αλέες |
γενική | της | αλέας | των | αλεών |
αιτιατική | την | αλέα | τις | αλέες |
κλητική | αλέα | αλέες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈle.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λέ‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλέα θηλυκό
- η δενδροστοιχία
- ο δρόμος ανάμεσα σε δενδροστοιχίες
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλέα
- ↑ αλέα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας