Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈlɛja/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

aleja (pl) θηλυκό

  1. δρόμος με δενδροστοιχίες αριστερά και δεξιά
  2. η λεωφόρος

Συγγενικά

επεξεργασία