ακτογραφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαακτογραφία θηλυκό
- κλάδος της γεωγραφίας και ειδικότερα της τοπογραφίας που έχει ως αντικείμενο έρευνας και μελέτης αφενός της υφιστάμενης γεωφυσικής διαμόρφωσης του αναπτύγματος των ακτών μιας περιοχής και αφετέρου την ορθή περιγραφή της
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ακτογραφία
|