Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακτινοπνευμονίτιδα οι ακτινοπνευμονίτιδες
      γενική της ακτινοπνευμονίτιδας των ακτινοπνευμονίτιδων
    αιτιατική την ακτινοπνευμονίτιδα τις ακτινοπνευμονίτιδες
     κλητική ακτινοπνευμονίτιδα ακτινοπνευμονίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακτινοπνευμονίτιδα < ακτίνα + πνευμονίτιδα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακτινοπνευμονίτιδα θηλυκό

  • (ιατρική) πρόκειται για πάθηση που προέρχεται μετά από έκθεση σε ακτινοβολία (ακτινοθεραπεία) και παρατηρείται μετά από 2 - 3 εβδομάδες με συλλογή οροϊνώδους εξιδρώματος και κυττάρων στον ενδιάμεσο ιστό των πνευμόνων, συνηθέστερα υποχωρεί τελείως μόνη της ή δημιουργεί ινώδη ιστό.

  Μεταφράσεις επεξεργασία