Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ακρόχορδος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ακρόχορδ
ος
οι
ακρόχορδ
οι
γενική
του
ακρόχορδ
ου
των
ακρόχορδ
ων
αιτιατική
τον
ακρόχορδ
ο
τους
ακρόχορδ
ους
κλητική
ακρόχορδ
ε
ακρόχορδ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ακρόχορδος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ακρόχορδος
αρσενικό
(
ζωολογία
) είδος δηλητηριώδους
φιδιού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ακρόχορδος
γαλλικά
:
acrochorde
(fr)
εσπεράντο
:
akroĥordo
(eo)