akroĥordo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akroĥordo | akroĥordoj |
αιτιατική | akroĥordon | akroĥordojn |
akroĥordo (eo)
Άλλες γραφές
επεξεργασία- akrohordo στο H-sistemo
- akrohxordo στο X-sistemo
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akroĥordo | akroĥordoj |
αιτιατική | akroĥordon | akroĥordojn |
akroĥordo (eo)