ακουστότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακουστότητα < ακουστ(ός) + -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαακουστότητα[1] θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ακουστότητα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ακουστότητα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)