Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιχμηρότητα οι αιχμηρότητες
      γενική της αιχμηρότητας των αιχμηροτήτων
    αιτιατική την αιχμηρότητα τις αιχμηρότητες
     κλητική αιχμηρότητα αιχμηρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιχμηρότητα οι αιχμηρότητες
      γενική της αιχμηρότητας των αιχμηροτητών
    αιτιατική την αιχμηρότητα τις αιχμηρότητες
     κλητική αιχμηρότητα αιχμηρότητες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αιχμηρότητα < αἰχμηρότης στην καθαρεύουσα < αἰχμή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αιχμηρότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα αντικειμένου να μπορεί να κόψει κάτι εύκολα
  2. (μεταφορικά) η δηκτικότητα στο λόγο, η αντίστοιχη με των αιχμηρών αντικειμένων ιδιότητα στις εκφράσεις, όταν πληγώνουν ή όταν "βάζουν το μαχαίρι στο κόκαλο"

  Μεταφράσεις επεξεργασία