αιχμηρότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αιχμηρότητα < αἰχμηρότης στην καθαρεύουσα < αἰχμή
Ουσιαστικό επεξεργασία
αιχμηρότητα θηλυκό
- η ιδιότητα αντικειμένου να μπορεί να κόψει κάτι εύκολα
- (μεταφορικά) η δηκτικότητα στο λόγο, η αντίστοιχη με των αιχμηρών αντικειμένων ιδιότητα στις εκφράσεις, όταν πληγώνουν ή όταν "βάζουν το μαχαίρι στο κόκαλο"