Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αισχρογράφος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
/
η
αισχρογράφ
ος
οι
αισχρογράφ
οι
γενική
του
/
της
αισχρογράφ
ου
των
αισχρογράφ
ων
αιτιατική
τον
/
την
αισχρογράφ
ο
τους
/
τις
αισχρογράφ
ους
κλητική
αισχρογράφ
ε
αισχρογράφ
οι
Κατηγορία
όπως «
ζωγράφος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αισχρογράφος
<
αισχρ(ός)
+
-ο-
+
-γράφος
(<
γράφω
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αισχρογράφος
αρσενικό ή θηλυκό
αυτός που γράφει
αισχρότητες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αισχρογράφος