Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αιρετότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αιρετότητ
α
οι
αιρετότητ
ες
γενική
της
αιρετότητ
ας
των
αιρετοτήτ
ων
αιτιατική
την
αιρετότητ
α
τις
αιρετότητ
ες
κλητική
αιρετότητ
α
αιρετότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αιρετότητα
<
αιρετός
+
-ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αιρετότητα
θηλυκό
(
σπάνιο
) η
δυνατότητα
εκλογής
, το να έχει κάποιος το
δικαίωμα
να
εκλεγεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αιρετότητα