αινιγματίας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αινιγματίας < αίνιγμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααινιγματίας αρσενικό
- αυτός που είναι συστηματικά ασαφής, αινιγματώδης, δηλαδή που εκφράζεται συχνά με αινίγματα ή αινιγματικές φράσεις είτε για να αποφεύγει να λέει κυριολεκτικά και άμεσα αυτό που εννοεί, είτε για να προκαλεί σκόπιμα στους άλλους αμηχανία είτε και για να τους διασκεδάζει
Συγγενικά
επεξεργασία