Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αιμορροφιλικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αιμορροφιλικ
ός
η
αιμορροφιλικ
ή
το
αιμορροφιλικ
ό
γενική
του
αιμορροφιλικ
ού
της
αιμορροφιλικ
ής
του
αιμορροφιλικ
ού
αιτιατική
τον
αιμορροφιλικ
ό
την
αιμορροφιλικ
ή
το
αιμορροφιλικ
ό
κλητική
αιμορροφιλικ
έ
αιμορροφιλικ
ή
αιμορροφιλικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αιμορροφιλικ
οί
οι
αιμορροφιλικ
ές
τα
αιμορροφιλικ
ά
γενική
των
αιμορροφιλικ
ών
των
αιμορροφιλικ
ών
των
αιμορροφιλικ
ών
αιτιατική
τους
αιμορροφιλικ
ούς
τις
αιμορροφιλικ
ές
τα
αιμορροφιλικ
ά
κλητική
αιμορροφιλικ
οί
αιμορροφιλικ
ές
αιμορροφιλικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αιμορροφιλικός
<
αιμορροφιλία
Επίθετο
επεξεργασία
αιμορροφιλικός, -ή, -ό
→
δείτε
τη λέξη
αιμοφιλικός