αιθυλενογλυκόλη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αιθυλενογλυκόλη < αγγλική Ethylene Glycol
Ουσιαστικό επεξεργασία
αιθυλενογλυκόλη θηλυκό και EG: Ethylene Glycol
- οργανική ένωση που χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη στη βιομηχανία: η απλούστερη σταθερή αλκανοδιόλη, (άκυκλη, κορεσμένη, δισθενής αλκοόλη)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αιθυλενογλυκόλη