Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αζώηρος οι αζώηροι
      γενική του αζώηρου των αζώηρων
    αιτιατική τον αζώηρο τους αζώηρους
     κλητική αζώηρε αζώηροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αζώηρος < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈzo.i.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ζώ‐η‐ρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αζώηρος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.