αεροστεγάνωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αεροστεγάνωση | οι | αεροστεγανώσεις |
γενική | της | αεροστεγάνωσης | των | αεροστεγανώσεων |
αιτιατική | την | αεροστεγάνωση | τις | αεροστεγανώσεις |
κλητική | αεροστεγάνωση | αεροστεγανώσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.e.ɾo.steˈɣa.no.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ε‐ρο‐στε‐γά‐νω‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίααεροστεγάνωση θηλυκό
- η στεγανοποίηση μιας επιφάνειας ώστε να μην περνά αέρας μέσω αυτής
Μεταφράσεις
επεξεργασία αεροστεγάνωση
|
Πηγές
επεξεργασία- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr