αεροστάθμη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αεροστάθμη θηλυκό ή αλφάδι
- όργανο με το οποίο ελέγχεται η οριζοντίωση ενός επιπέδου, καθώς και η ακριβής κάθετη διάταξή του
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αεροστάθμη
|