Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αεροστάθμη οι αεροστάθμες
      γενική της αεροστάθμης των αεροσταθμών
    αιτιατική την αεροστάθμη τις αεροστάθμες
     κλητική αεροστάθμη αεροστάθμες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αεροστάθμη < αέρας + στάθμη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αεροστάθμη θηλυκό ή αλφάδι

  • όργανο με το οποίο ελέγχεται η οριζοντίωση ενός επιπέδου, καθώς και η ακριβής κάθετη διάταξή του

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία