αεροπλοήγηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αεροπλοήγηση | οι | αεροπλοηγήσεις |
γενική | της | αεροπλοήγησης* | των | αεροπλοηγήσεων |
αιτιατική | την | αεροπλοήγηση | τις | αεροπλοηγήσεις |
κλητική | αεροπλοήγηση | αεροπλοηγήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αεροπλοηγήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αεροπλοήγηση < αερο- + πλοήγηση και μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική air navigation• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.e.ɾo.ploˈi.ʝi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ε‐ρο‐πλο‐ή‐γη‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
αεροπλοήγηση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
αεροπλοήγηση
→ δείτε τη λέξη αεροναυτιλία |