↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αερολιμενάρχης οι αερολιμενάρχες
      γενική του
του/της
αερολιμενάρχη
αερολιμενάρχου
των αερολιμεναρχών
    αιτιατική τον/την αερολιμενάρχη τους/τις αερολιμενάρχες
     κλητική αερολιμενάρχη
(αερολιμενάρχα)
αερολιμενάρχες
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -ου, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «λιμενάρχης».
Και παλιότερη λόγια μορφή κλητικής ενικού σε ύφος επίσημο ή ειρωνικό.
Κατηγορία όπως «λιμενάρχης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αερολιμενάρχης < αερολιμένας + -άρχης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αερολιμενάρχης αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία