↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αδυνατότητα οι αδυνατότητες
      γενική της αδυνατότητας των αδυνατοτήτων
    αιτιατική την αδυνατότητα τις αδυνατότητες
     κλητική αδυνατότητα αδυνατότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αδυνατότητα < α- + δυνατότητα < δυνατός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αδυνατότητα θηλυκό

  • η έλλειψη δυνατότητας
    Είναι αυτό το κενό, η απόσταση ανάμεσα στη ροή των γεγονότων και την ποιητική μετουσίωσή τους, αυτή η αδυνατότητα μιας συνολικής καταγραφής της πραγματικότητας που θεματοποιείται από τον Αρβανίτη. (*)

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία