αδυνατότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αδυνατότητα < α- + δυνατότητα < δυνατός
Ουσιαστικό
επεξεργασίααδυνατότητα θηλυκό
- η έλλειψη δυνατότητας
- Είναι αυτό το κενό, η απόσταση ανάμεσα στη ροή των γεγονότων και την ποιητική μετουσίωσή τους, αυτή η αδυνατότητα μιας συνολικής καταγραφής της πραγματικότητας που θεματοποιείται από τον Αρβανίτη. (*)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αδυνατότητα
|