αδροδάκτυλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Άλλες μορφές επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
/?/
Ετυμολογία el επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αδροδάκτυλος (el) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
- χοντροδάκτυλος, χονδροδάκτυλος, χοντροδάχτυλος, χονδροδάχτυλος, αυτός που έχει χοντρά δάχτυλα