αδιάσταλτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αδιάσταλτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
αδιάσταλτος, -η, -ο
- που δεν έχει διασταλεί ή που δεν μπορεί να διασταλεί
- για το μοντάζ χρησιμοποιούμε ξεχωριστές αδιάσταλτες διαφάνειες (χρωμοφάν) για κάθε χρώμα πάνω στην οποία τοποθετούμε τα διαχωρισμένα φιλμ του αντίστοιχου χρώματος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αδιάσταλτος
|