αδειούμπα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αδειούμπα | οι | αδειούμπες |
γενική | της | αδειούμπας | — | |
αιτιατική | την | αδειούμπα | τις | αδειούμπες |
κλητική | αδειούμπα | αδειούμπες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααδειούμπα θηλυκό
- (στρατιωτική αργκό) η άδεια του έφεδρου στρατιώτη