Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αδέλφωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αδέλφωμα
τα
αδελφώμα
τ
α
γενική
του
αδελφώμα
τ
ος
των
αδελφωμά
τ
ων
αιτιατική
το
αδέλφωμα
τα
αδελφώμα
τ
α
κλητική
αδέλφωμα
αδελφώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αδέλφωμα
<
αδελφώνω
<
αρχαία ελληνική
ἀδελφίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αδέλφωμα
και
αδέρφωμα
ουδέτερο
συμφιλίωση
,
φίλιωμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αδέλφωμα
αγγλικά
:
reconciliation
(en)