αγωγιμομετρία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγωγιμομετρία < αγώγιμ(ος) + -ο- + -μετρία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγωγιμομετρία θηλυκό
- (φυσική, χημεία) επιστημονικός κλάδος χημείας που μετρά την ηλεκτρική αγωγιμότητα διαλυμάτων
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγωγιμομετρία
|