Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγωγιμομετρία οι αγωγιμομετρίες
      γενική της αγωγιμομετρίας των αγωγιμομετριών
    αιτιατική την αγωγιμομετρία τις αγωγιμομετρίες
     κλητική αγωγιμομετρία αγωγιμομετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγωγιμομετρία < αγώγιμ(ος) + -ο- + -μετρία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγωγιμομετρία θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία