πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγριοφράουλα οι αγριοφράουλες
      γενική της αγριοφράουλας των αγριοφραουλών
    αιτιατική την αγριοφράουλα τις αγριοφράουλες
     κλητική αγριοφράουλα αγριοφράουλες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αγριοφράουλα < αγριο- + φράουλα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγριοφράουλα θηλυκό

  1. (φυτό, φρούτο) το είδος Fragaria vesca [1]
     συνώνυμα: χαμοκέρασο
  2. (φυτό) του γένους Potentilla [2]
    1. το φυτό Potentilla reptans
    2. το φυτό Ποτεντίλλα / Ποτεντίλλη η μικρανθής (Potentilla micrantha)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. αγριοφράουλα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. αγριοφράουλα -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας