Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αγριμολόγος οι αγριμολόγοι
      γενική του/της αγριμολόγου των αγριμολόγων
    αιτιατική τον/την αγριμολόγο τους/τις αγριμολόγους
     κλητική αγριμολόγε αγριμολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγριμολόγος < αγρίμι + -λόγος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγριμολόγος αρσενικό

  1. ο κυνηγός των αγριμιών, ο αγριμοκυνηγός
    -Ποιος είν’ ο νιος ο κυνηγός, ο νιος αγριμολόγος, // που δε φοβάται το θεριό και δε τρομάσσει δράκο; (από κρητικό ριζίτικο)

  Μεταφράσεις επεξεργασία