αγριμολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγριμολόγος αρσενικό
- ο κυνηγός των αγριμιών, ο αγριμοκυνηγός
- -Ποιος είν’ ο νιος ο κυνηγός, ο νιος αγριμολόγος, // που δε φοβάται το θεριό και δε τρομάσσει δράκο; (από κρητικό ριζίτικο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγριμολόγος
|