αγριμοκυνηγός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααγριμοκυνηγός αρσενικό
- ο κυνηγός των αγριμιών
- ο Κρητικός Μανώλης, που από αγριμοκυνηγός (επί πληρωμή εξολοθρευτής βλαβερών ζώων στην Κρήτη) γίνεται μέλος αντάρτικου σώματος στη Μακεδονία (από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 29 Ιανουαρίου 2011)
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγριμοκυνηγός
|