Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγριαγκινάρα οι αγριαγκινάρες
      γενική της αγριαγκινάρας
    αιτιατική την αγριαγκινάρα τις αγριαγκινάρες
     κλητική αγριαγκινάρα αγριαγκινάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγριαγκινάρα < αγρι- + αγκινάρα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ɣɾi.aŋ.giˈna.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γρι‐α‐γκι‐νά‐ρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγριαγκινάρα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία