↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγορήτρια οι αγορήτριες
      γενική της αγορήτριας των αγορητριών
    αιτιατική την αγορήτρια τις αγορήτριες
     κλητική αγορήτρια αγορήτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγορήτρια < αγορητής + -τρια

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγορήτρια θηλυκό

  • αυτή που αγορεύει, που εκφωνεί μια ομιλία, συνήθως σε μια συνεδρίαση πολιτικού σώματος

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία